μυλαύλακο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μυλαύλακο τα μυλαύλακα
      γενική του μυλαύλακου των μυλαύλακων
    αιτιατική το μυλαύλακο τα μυλαύλακα
     κλητική μυλαύλακο μυλαύλακα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυλαύλακο < μύλ(ος) + αυλάκι + -ο

Ουσιαστικό

μυλαύλακο ουδέτερο

  • Flume στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.