μυελασθένεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυελασθένεια οι μυελασθένειες
      γενική της μυελασθένειας των μυελασθενειών
    αιτιατική τη μυελασθένεια τις μυελασθένειες
     κλητική μυελασθένεια μυελασθένειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυελασθένεια < μυελός + ασθένεια

Ουσιαστικό

μυελασθένεια θηλυκό

  1. (ιατρική) ασθένεια του μυελού των οστών
  2. (ιατρική) μορφή νευρασθένειας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.