μπριζολίτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπριζολίτσα οι μπριζολίτσες
      γενική της μπριζολίτσας
    αιτιατική την μπριζολίτσα τις μπριζολίτσες
     κλητική μπριζολίτσα μπριζολίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπριζολίτσα < μπριζόλ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Ουσιαστικό

μπριζολίτσα ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μπριζόλα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.