μπουρλοτιέρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπουρλοτιέρης οι μπουρλοτιέρηδες
      γενική του μπουρλοτιέρη των μπουρλοτιέρηδων
    αιτιατική τον μπουρλοτιέρη τους μπουρλοτιέρηδες
     κλητική μπουρλοτιέρη μπουρλοτιέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπουρλοτιέρης < μπουρλότ(ο) + -ιέρης

Προφορά

ΔΦΑ : /bur.loˈtçe.ris/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπουρλοτιέρης

Ουσιαστικό

μπουρλοτιέρης αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.