μπουμπουνιέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπουμπουνιέρα | οι | μπουμπουνιέρες |
| γενική | της | μπουμπουνιέρας | — | |
| αιτιατική | την | μπουμπουνιέρα | τις | μπουμπουνιέρες |
| κλητική | μπουμπουνιέρα | μπουμπουνιέρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπουμπουνιέρα < μπομπονιέρα με τροπή [o] > [u] λόγω της επίδρασης του [b][1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /bu.buˈɲe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐μπου‐νιέ‐ρα
Μεταφράσεις
μπουμπουνιέρα
|
Αναφορές
- μπουμπουνιέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.