μπουζουνάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπουζουνάρα οι μπουζουνάρες
      γενική της μπουζουνάρας
    αιτιατική την μπουζουνάρα τις μπουζουνάρες
     κλητική μπουζουνάρα μπουζουνάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπουζουνάρα < μπουζού (τσέπη, η μεγάλη τσέπη συγκεκριμένη)

Ουσιαστικό

μπουζουνάρα θηλυκό

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα) τσέπη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.