μποτζάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

  1. μποτζάρω < μπότζ(ι) + -άρω
  2. μποτζάρω < βενετική bozzar < bozza

Ρήμα

μποτζάρω

  1. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) κουνιέμαι δεξιά - αριστερά, διατοιχίζομαι
     αντώνυμα: σκαμπανεβάζω
  2. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) οδηγώ ένα πλεούμενο μπότζα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.