μπότζα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπότζα < βενετική bozza
Επιφώνημα
μπότζα
- (ναυτικός όρος) ναυτικό παράγγελμα να απομακρυνθεί η πλώρη πλεούμενου από τη διεύθυνση του ανέμου
Αντώνυμα
Συγγενικά
- μποτζάρω / ποντζάρω
Μεταφράσεις
μπότζα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.