ποτζάρω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ποτζάρω
<
μπότζ(ι)
+
-άρω
ποτζάρω
<
βενετική
bozzar
<
bozza
Ρήμα
ποτζάρω
(
ναυτικός όρος
,
ιδιωματισμός
)
άλλη μορφή του
μποτζάρω
Συγγενικά
→
δείτε
τη
λέξη
μπότζα
Μεταφράσεις
ποτζάρω
→
δείτε
τη
λέξη
μποτζάρω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.