μπορντό
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπορντό < (λόγιο δάνειο) γαλλική bordeaux[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /boɾˈdo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπορ‐ντό
Ουσιαστικό
μπορντό ουδέτερο άκλιτο
- μπορντώ
Μεταφράσεις
χρώμα
|
Αναφορές
- μπορντό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.