μποναμάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μποναμάς | οι | μποναμάδες |
| γενική | του | μποναμά | των | μποναμάδων |
| αιτιατική | τον | μποναμά | τους | μποναμάδες |
| κλητική | μποναμά | μποναμάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μποναμάς < ιταλική bonamanu (=φιλοδώρημα, Σαρδινή διάλεκτος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.