μπογαλάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπογαλάκι τα μπογαλάκια
      γενική
    αιτιατική το μπογαλάκι τα μπογαλάκια
     κλητική μπογαλάκι μπογαλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπογαλάκι < μπόγος + υποκοριστικό επίθημα -αλάκι < τουρκική bog

Ουσιαστικό

μπογαλάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του μπόγος
  2. (στον πληθυντικό) μπογαλάκια: οι αποσκευές, τα πράγματα, τα υπάρχοντα
    μάζεψε τα μπογαλάκια του και σηκώθηκε κι έφυγε

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.