μπογαλάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπογαλάκι | τα | μπογαλάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | μπογαλάκι | τα | μπογαλάκια |
| κλητική | μπογαλάκι | μπογαλάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπογαλάκι < μπόγος + υποκοριστικό επίθημα -αλάκι < τουρκική bog
Ουσιαστικό
μπογαλάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του μπόγος
- (στον πληθυντικό) μπογαλάκια: οι αποσκευές, τα πράγματα, τα υπάρχοντα
- μάζεψε τα μπογαλάκια του και σηκώθηκε κι έφυγε
Μεταφράσεις
μπογαλάκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.