μπλουζίτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπλουζίτσα | οι | μπλουζίτσες |
| γενική | της | μπλουζίτσας | — | |
| αιτιατική | την | μπλουζίτσα | τις | μπλουζίτσες |
| κλητική | μπλουζίτσα | μπλουζίτσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπλουζίτσα < υποκοριστικό του μπλούζα
Μεταφράσεις
μπλουζίτσα
|
→ δείτε τη λέξη μπλουζάκι |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.