μπλιγούρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπλιγούρι | τα | μπλιγούρια |
| γενική | του | μπλιγουριού | των | μπλιγουριών |
| αιτιατική | το | μπλιγούρι | τα | μπλιγούρια |
| κλητική | μπλιγούρι | μπλιγούρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπλιγούρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική bulgur < αραβική برغل (búrğul) < περσική برغول (barğūl)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.