μπιχτσής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπιχτσής οι μπιχτσήδες
      γενική του μπιχτσή των μπιχτσήδων
    αιτιατική τον μπιχτσή τους μπιχτσήδες
     κλητική μπιχτσή μπιχτσήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπιχτσής < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική بكجی (bekçi, φύλακας), τουρκική bekçi (με τροπή [kt] > [xt]) +

Προφορά

ΔΦΑ : /bixˈtsis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπιχτσής

Ουσιαστικό

μπιχτσής αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 206.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.