μπιτ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
- μπιτ < (άμεσο δάνειο) τουρκική bit
Μεταφράσεις
μπιτ
|
Ετυμολογία 2
- μπιτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική bit (πληροφορική)
Ουσιαστικό
μπιτ ουδέτερο άκλιτο
- (πληροφορική) η μικρότερη δυνατή ποσότητα μνήμης και πληροφορίας, με τιμές
0ή1
- μπάιτ
Μεταφράσεις
μπιτ
Ετυμολογία 3
- μπιτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική beat
Ουσιαστικό
μπιτ ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) ρυθμός μουσικής σύνθεσης· χτύπος, παλμός, ως βασική μονάδα μέτρησης του χρόνου ενός μουσικού κομματιού
- (λογοτεχνία) μπιτ γενιά, γενιά μπιτ (αγγλικά beat generation) κίνημα συγγραφέων και ποιητών που άκμασε στις ΗΠΑ κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960 (συχνά γράφεται με κεφαλαίο αρχικό: Μπιτ)
- → δείτε και τις λέξεις μπίτνικ και μπίτνικς
- μπητ
Σημειώσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.