μπιστεριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπιστεριά οι μπιστεριές
      γενική της μπιστεριάς των μπιστεριών
    αιτιατική την μπιστεριά τις μπιστεριές
     κλητική μπιστεριά μπιστεριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπιστεριά < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική bistiri̯áo < σλαβικής προέλευσης peštera (πβ. ρουμανική: peșteră)

Ουσιαστικό

μπιστεριά θηλυκό

  1. (ιδιωματικό) σπηλιά
  2. (ιδιωματικό) βράχος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.