μπιζάμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπιζάμα | οι | μπιζάμες |
| γενική | της | μπιζάμας | των | μπιζαμών |
| αιτιατική | την | μπιζάμα | τις | μπιζάμες |
| κλητική | μπιζάμα | μπιζάμες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /biˈza.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπι‐ζά‐μα
Πηγές
- πιτζάμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.