μπιζάμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπιζάμα οι μπιζάμες
      γενική της μπιζάμας των μπιζαμών
    αιτιατική την μπιζάμα τις μπιζάμες
     κλητική μπιζάμα μπιζάμες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπιζάμα < πιτζάμα: Για το μπ ([b]),  δείτε μπιτζάμα. Για το ζ ([z])  δείτε πιζάμα.

Προφορά

ΔΦΑ : /biˈza.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπιζάμα

Ουσιαστικό

μπιζάμα θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.