μπηχεϋβιορισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπηχεϋβιορισμός | οι | μπηχεϋβιορισμοί |
| γενική | του | μπηχεϋβιορισμού | των | μπηχεϋβιορισμών |
| αιτιατική | τον | μπηχεϋβιορισμό | τους | μπηχεϋβιορισμούς |
| κλητική | μπηχεϋβιορισμέ | μπηχεϋβιορισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.