μπετόχρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπετόχρωμα τα μπετοχρώματα
      γενική του μπετοχρώματος των μπετοχρωμάτων
    αιτιατική το μπετόχρωμα τα μπετοχρώματα
     κλητική μπετόχρωμα μπετοχρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπετόχρωμα < μπετόν + -ο- + χρώμα

Ουσιαστικό

μπετόχρωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.