μπερτάχι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπερτάχι τα μπερτάχια
      γενική
    αιτιατική το μπερτάχι τα μπερτάχια
     κλητική μπερτάχι μπερτάχια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπερτάχι < (άμεσο δάνειο) τουρκική perdah < περσική پرداخت (pardākht)

Ουσιαστικό

μπερτάχι ουδέτερο

  • (ιδιωματικό, παρωχημένο) άλλη μορφή του μπερντάχι
      Ὑπὸ συνοδείαν ἑνὸς ἀστυφύλακος οἱ δύο τρομεροὶ θηριοδαμασταὶ ἐπανέκαμψαν ἐνταῦθα καὶ παρεδόθησαν εἰς τοὺς γονεῖς των, οἱ ὁποῖοι τοὺς ὑπεχρέωσαν, μετὰ τὸ σχετικὸν μπερτάχι, νὰ συνεχίσουν τὰς ἐξερευνήσεις των.
    Τίμος Μωραϊτίνης, Άπαντα, τόμ. Γ΄ (Αθήνα: Εκδόσεις Ελληνοαμερικανικού Επιμορφωτικού Ινστιτούτου, 1962), σ. 290.
      Έλπιζα πως θα έβρισκε κάποιον τρόπο να συμβιβαστεί με το κόμμα του, όμως εκείνος, απεναντίας, στο τελευταίο φύλλο των Πρωτοπόρων που έβγαλε τους πέρασε όλους ένα μπερτάχι και σώπασε.
    Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε [1974], επιμέλεια: Ελένη Μπούρα (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2014, ISBN 978-960-566-566-1).
      Στη δεκαετία του πενήντα έπιασε η λογοκρισία ένα γράμμα που έστελνε στον αδερφό του, στην Τασκένδη. Χόρτασε γερό μπερτάχι.
    Βασίλης Γκουρογιάννης, Από την άλλη γωνιά. Διηγήματα (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2006, 978-960-375-990-4), σ. 27).

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.