Τασκένδη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Τασκένδη | ||
| γενική | της | Τασκένδης | ||
| αιτιατική | την | Τασκένδη | ||
| κλητική | Τασκένδη | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τασκένδη < → λείπει η ετυμολογία
-
Τασκένδη στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.