μπαρουτόβολο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπαρουτόβολο | τα | μπαρουτόβολα |
| γενική | του | μπαρουτόβολου | των | μπαρουτόβολων |
| αιτιατική | το | μπαρουτόβολο | τα | μπαρουτόβολα |
| κλητική | μπαρουτόβολο | μπαρουτόβολα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
μπαρουτόβολο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.