μπαντάνα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπαντάνα < αγγλική bandana
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπαντάνα οι μπαντάνες
      γενική της μπαντάνας των μπαντανών
    αιτιατική την μπαντάνα τις μπαντάνες
     κλητική μπαντάνα μπαντάνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

μπαντάνα θηλυκό

  • κομμάτι ύφασμα, μαντήλι ή φουλάρι, συνήθως όταν φοριέται ή προορίζεται να φορεθεί στο κεφάλι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.