μπαλουχανάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπαλουχανάς οι μπαλουχανάδες
      γενική του μπαλουχανά των μπαλουχανάδων
    αιτιατική τον μπαλουχανά τους μπαλουχανάδες
     κλητική μπαλουχανά μπαλουχανάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαλουχανάς < οθωμανική τουρκική ;, στην τουρκική γλώσσα balıkhane

Προφορά

ΔΦΑ : /ba.lu.xaˈnas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπαλουχανάς

Ουσιαστικό

μπαλουχανάς αρσενικό

Παράγωγα

Συγγενικά

Πηγές

  • Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 197.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.