μπαγκανότα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπαγκανότα οι μπαγκανότες
      γενική της μπαγκανότας των μπαγκανοτών
    αιτιατική την μπαγκανότα τις μπαγκανότες
     κλητική μπαγκανότα μπαγκανότες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαγκανότα < γαλλική banque-note  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

μπαγκανότα και μπανκανότα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.