μπαγαμπόντισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπαγαμπόντισσα | οι | μπαγαμπόντισσες |
| γενική | της | μπαγαμπόντισσας | των | μπαγαμποντισσών |
| αιτιατική | την | μπαγαμπόντισσα | τις | μπαγαμπόντισσες |
| κλητική | μπαγαμπόντισσα | μπαγαμπόντισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
μπαγαμπόντισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.