μουστόγρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μουστόγρια | οι | μουστόγριες |
| γενική | της | μουστόγριας | — | |
| αιτιατική | τη | μουστόγρια | τις | μουστόγριες |
| κλητική | μουστόγρια | μουστόγριες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /muˈsto.ɣɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μου‐στό‐γρι‐α
Μεταφράσεις
μουστόγρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.