μουσσώνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μουσσώνας οι μουσσώνες
      γενική του μουσσώνα των μουσσώνων
    αιτιατική τον μουσσώνα τους μουσσώνες
     κλητική μουσσώνα μουσσώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μουσσώνας < γαλλική mousson

Ουσιαστικό

μουσσώνας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.