μουσικοδιδάσκαλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μουσικοδιδάσκαλος | οι | μουσικοδιδάσκαλοι |
| γενική | του | μουσικοδιδασκάλου & μουσικοδιδάσκαλου |
των | μουσικοδιδασκάλων |
| αιτιατική | τον | μουσικοδιδάσκαλο | τους | μουσικοδιδασκάλους |
| κλητική | μουσικοδιδάσκαλε | μουσικοδιδάσκαλοι | ||
| Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μουσικοδιδάσκαλος < μουσικο- + διδάσκαλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /mu.si.ko.ðiˈða.ska.los/
Ουσιαστικό
μουσικοδιδάσκαλος αρσενικό (θηλυκό μουσικοδιδασκάλισσα)
- (παρωχημένο, επάγγελμα) ο δάσκαλος μουσικής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.