μοσχαροκεφαλή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μοσχαροκεφαλή | οι | μοσχαροκεφαλές |
| γενική | της | μοσχαροκεφαλής | των | μοσχαροκεφαλών |
| αιτιατική | τη | μοσχαροκεφαλή | τις | μοσχαροκεφαλές |
| κλητική | μοσχαροκεφαλή | μοσχαροκεφαλές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μοσχαροκεφαλή θηλυκό
- το κεφάλι του μοσχαριού
Μεταφράσεις
μοσχαροκεφαλή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.