μονόπετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μονόπετρο | τα | μονόπετρα |
| γενική | του | μονόπετρου | των | μονόπετρων |
| αιτιατική | το | μονόπετρο | τα | μονόπετρα |
| κλητική | μονόπετρο | μονόπετρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μονόπετρο < μεσαιωνική ελληνική μονόπετρον < μονό- + πέτρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.