μοντελίστας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μοντελίστας | οι | μοντελίστες |
| γενική | του | μοντελίστα | των | μοντελιστών |
| αιτιατική | τον | μοντελίστα | τους | μοντελίστες |
| κλητική | μοντελίστα | μοντελίστες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μοντελίστας < (άμεσο δάνειο) ιταλική modelista + -ς
Ουσιαστικό
μοντελίστας αρσενικό (θηλυκό μοντελίστα & μοντελίστ)
- (επάγγελμα) άλλη μορφή του μοντελίστ
Μεταφράσεις
μοντελίστας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.