μονοιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μονοιάζω < μεσαιωνική ελληνική μονοιάζω < ὁμονοιάζω < αρχαία ελληνική ὁμόνοια < ὁμοῦ + νόος / νοῦς

Ρήμα

μονοιάζω

  1. (μεταβατικό) συμφιλιώνω
  2. (αμετάβατο) συμφιλιώνομαι, φιλιώνω
  3. ομονοώ

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.