μονοθεσίτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονοθεσίτισσα οι μονοθεσίτισσες
      γενική της μονοθεσίτισσας των μονοθεσιτισσών
    αιτιατική τη μονοθεσίτισσα τις μονοθεσίτισσες
     κλητική μονοθεσίτισσα μονοθεσίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονοθεσίτισσα < μονοθεσίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

μονοθεσίτισσα θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.