μονεγασκικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | μονεγασκικά | ||
| γενική | των | μονεγασκικών | ||
| αιτιατική | τα | μονεγασκικά | ||
| κλητική | μονεγασκικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μονεγασκικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μονεγασκικός στον πληθυντικό < γαλλική Monégasque
Ουσιαστικό
μονεγασκικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
-
Monégasque dialect στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.