μονάρχιδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονάρχιδος οι μονάρχιδοι
      γενική του μονάρχιδου των μονάρχιδων
    αιτιατική τον μονάρχιδο τους μονάρχιδους
     κλητική μονάρχιδε μονάρχιδοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονάρχιδος < μον- + αρχίδ(ι) + -ος

Ουσιαστικό

μονάρχιδος αρσενικό

  • o άνδρας που έχει έναν μόνο όρχι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.