μολυντήρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μολυντήρι | τα | μολυντήρια |
| γενική | του | μολυντηριού | των | μολυντηριών |
| αιτιατική | το | μολυντήρι | τα | μολυντήρια |
| κλητική | μολυντήρι | μολυντήρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
ένα μολυντήρι
Ετυμολογία
- μολυντήρι < μολύνω
Ουσιαστικό
μολυντήρι ουδέτερο
- το σαμιαμίδι
- (ειδικότερα), (ζωολογία) το σαμιαμίδι: Hemidactylus turcicus
Μεταφράσεις
μολυντήρι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.