μοιχαλίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μοιχαλίς | αἱ | μοιχαλίδες | ||||
| γενική | τῆς | μοιχαλίδος | τῶν | μοιχαλίδων | ||||
| δοτική | τῇ | μοιχαλίδῐ | ταῖς | μοιχαλίσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | μοιχαλίδᾰ | τὰς | μοιχαλίδᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | μοιχαλίς* | μοιχαλίδες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μοιχαλίδε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | μοιχαλίδοιν | ||||||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- μοιχαλίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μοιχ(ός) + -αλίς [1]
Αναφορές
- s.v. μοιχός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- μοιχαλίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.