μοιρογνωμόνιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μοιρογνωμόνιον τὰ μοιρογνωμόνι
      γενική τοῦ μοιρογνωμονίου τῶν μοιρογνωμονίων
      δοτική τῷ μοιρογνωμονί τοῖς μοιρογνωμονίοις
    αιτιατική τὸ μοιρογνωμόνιον τὰ μοιρογνωμόνι
     κλητική ! μοιρογνωμόνιον μοιρογνωμόνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μοιρογνωμονίω
γεν-δοτ τοῖν  μοιρογνωμονίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μοιρογνωμόνιον < μοῖρ(α) + -ο- + γνωμόνιον (< γνώμων)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: μοιρογνωμόνιο

Ουσιαστικό

μοιρογνωμόνιον, -ου ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.