μιλιμετρέ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μιλιμετρέ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική millimétré (όπως στο papier millimétré)
- για το ουσιαστικό < ουσιαστικοποιημένο άκλιτο επίθετο (εννοείται το ουσιαστικό χαρτί)
Επίθετο
μιλιμετρέ άκλιτο
- συνήθως χάρτινο υλικό που φέρει ενδείξεις με ακρίβεια χιλιοστομέτρου· → δείτε τη λέξη χιλιοστομετρημένος
- να σχεδιάσεις τη συνάρτηση σε μιλιμετρέ χαρτί
- θα μας χρειαστούν δύο μιλιμετρέ μπλοκ
- πάρε τρεις μιλιμετρέ σελίδες για τις ασκήσεις που έχεις να κάνεις στην άλγεβρα

Ουσιαστικό
μιλιμετρέ ουδέτερο άκλιτο
- είδος τετραγωνισμένου χαρτιού, με ακρίβεια χιλιοστομέτρου στην απόσταση των γραμμών που φέρει
- ξέρεις αν πουλάει μιλιμετρέ το βιβλιοχαρτοπωλείο που είναι στην πλατεία;
Μεταφράσεις
μιλιμετρέ
|
- → δείτε τη λέξη χιλιοστομετρημένο χαρτί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.