χιλιοστομετρημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χιλιοστομετρημένος | η | χιλιοστομετρημένη | το | χιλιοστομετρημένο |
| γενική | του | χιλιοστομετρημένου | της | χιλιοστομετρημένης | του | χιλιοστομετρημένου |
| αιτιατική | τον | χιλιοστομετρημένο | τη | χιλιοστομετρημένη | το | χιλιοστομετρημένο |
| κλητική | χιλιοστομετρημένε | χιλιοστομετρημένη | χιλιοστομετρημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χιλιοστομετρημένοι | οι | χιλιοστομετρημένες | τα | χιλιοστομετρημένα |
| γενική | των | χιλιοστομετρημένων | των | χιλιοστομετρημένων | των | χιλιοστομετρημένων |
| αιτιατική | τους | χιλιοστομετρημένους | τις | χιλιοστομετρημένες | τα | χιλιοστομετρημένα |
| κλητική | χιλιοστομετρημένοι | χιλιοστομετρημένες | χιλιοστομετρημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χιλιοστομετρημένος < χιλιοστό + μετρημένος
Μετοχή
χιλιοστομετρημένος -η, -ο (παρωχημένο)
- επιφάνεια ή αντικείμενο που φέρει διαγραμμίσεις ή ενδείξεις με ακρίβεια χιλιοστόμετρου
- ※ Η διαφανής οθόνη ο διαφανής χάρτης και ο χιλιοστομετρημένος τοιούτος δέον να είναι αρίστης ποιότητος (Π.Δ.696/74 (ΦΕΚ-301 Α’) «Περί αμοιβών μηχανικών δια σύνταξιν μελετών (…)», άρθρο 127 παρ. §).
- → δείτε τη λέξη μιλιμετρέ
Μεταφράσεις
χιλιοστομετρημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.