μικροϋποχρέωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροϋποχρέωση οι μικροϋποχρεώσεις
      γενική της μικροϋποχρέωσης* των μικροϋποχρεώσεων
    αιτιατική τη μικροϋποχρέωση τις μικροϋποχρεώσεις
     κλητική μικροϋποχρέωση μικροϋποχρεώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικροϋποχρεώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μικροϋποχρέωση < μικρο- + υποχρέωση

Ουσιαστικό

μικροϋποχρέωση[1] θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. μικροϋποχρέωση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.