μικροϋποχρέωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μικροϋποχρέωση | οι | μικροϋποχρεώσεις |
| γενική | της | μικροϋποχρέωσης* | των | μικροϋποχρεώσεων |
| αιτιατική | τη | μικροϋποχρέωση | τις | μικροϋποχρεώσεις |
| κλητική | μικροϋποχρέωση | μικροϋποχρεώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μικροϋποχρεώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
μικροϋποχρέωση
|
|
Αναφορές
- μικροϋποχρέωση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.