μικροσεισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μικροσεισμός | οι | μικροσεισμοί |
| γενική | του | μικροσεισμού | των | μικροσεισμών |
| αιτιατική | τον | μικροσεισμό | τους | μικροσεισμούς |
| κλητική | μικροσεισμέ | μικροσεισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μικροσεισμός < μικρο- + σεισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική microearthquake)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.