μικροποσότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μικροποσότητα | οι | μικροποσότητες |
| γενική | της | μικροποσότητας | των | μικροποσοτήτων |
| αιτιατική | τη | μικροποσότητα | τις | μικροποσότητες |
| κλητική | μικροποσότητα | μικροποσότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.