μικροκλεψιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μικροκλεψιά | οι | μικροκλεψιές |
| γενική | της | μικροκλεψιάς | των | μικροκλεψιών |
| αιτιατική | τη | μικροκλεψιά | τις | μικροκλεψιές |
| κλητική | μικροκλεψιά | μικροκλεψιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
μικροκλεψιά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.