μικροκαλλιεργητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μικροκαλλιεργητής | οι | μικροκαλλιεργητές |
| γενική | του | μικροκαλλιεργητή | των | μικροκαλλιεργητών |
| αιτιατική | τον | μικροκαλλιεργητή | τους | μικροκαλλιεργητές |
| κλητική | μικροκαλλιεργητή | μικροκαλλιεργητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μικροκαλλιεργητής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μικροκαλλιεργητής αρσενικό (θηλυκό μικροκαλλιεργήτρια)
- (επάγγελμα) καλλιεργητής μικρών εκτάσεων, σε αντίθεση με τον μεγαλοκτηματία
Μεταφράσεις
μικροκαλλιεργητής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.