μικροδιαφορά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροδιαφορά οι μικροδιαφορές
      γενική της μικροδιαφοράς των μικροδιαφορών
    αιτιατική τη μικροδιαφορά τις μικροδιαφορές
     κλητική μικροδιαφορά μικροδιαφορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μικροδιαφορά < μικρο- + διαφορά

Ουσιαστικό

μικροδιαφορά θηλυκό

  1. μικρή διαφορά
    • ερμηνευτική διάφορα ερμηνείας ποιήματος
  2. μικρή διαμάχη

Σημειώσεις

σε κάποιες περιπτώσεις η μικροδιαφορά είναι ασήμαντη (πχ κάτι που δεν ενοχλεί) σε άλλες σημαντική (πχ το φαινόμενο της πεταλούδας), αυτό το καθορίζουν τα συμφραζόμενα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.