μια φορά

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmɲa foˈɾa/

Έκφραση

μια φορά  δείτε τις λέξεις μια και φορά

  1. άπαξ, μόνο σε μία και μοναδική περίπτωση
    Μια φορά γεννιέται κανείς!
  2. για αποστασιοποίηση από μια ενέργεια, για να διαχωρίσει κάποιος τη θέση του, αντί του επιρρήματος πάντως, αλλά με λίγο εντονότερη αντίθεση από εκείνο
    Εγώ, μια φορά, στο είπα να μην πας!
    Εγώ πάντως, στο είπα να μην πας!

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.