μηχανογραφήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
μηχανογραφήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μηχανογραφώ
- θα μηχανογραφήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μηχανογραφώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
μηχανογραφήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μηχανογράφηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.